φιλόθυρσος

φιλόθυρσος
φῐλό-θυρσος, ον,
A loving the thyrsus, of Silenus, Orph.H. 54.11;

Γαλλαί Lyr.Adesp.121

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόθυρσος — ον, Α (για τον Σειληνό) αυτός που τού αρέσουν τα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θύρσος «κλαδί, ραβδί» (πρβλ. κακό θυρσος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόθυρσε — φιλόθυρσος loving the thyrsus masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόθυρσοι — φιλόθυρσος loving the thyrsus masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”